ενισχύομαι

ενισχύομαι
ενισχύομαι, ενισχύθηκα, ενισχυμένος βλ. πίν. 6

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • возмогаю — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  глаг. инф. . усиливаюсь, укрепляюсь; оправляюсь,… …   Словарь церковнославянского языка

  • αναπιάνω — και ανεπιάνω 1. πιάνω, κρατώ, παίρνω κάτι επάνω μου ή στα χέρια μου 2. βοηθώ 3. ξαναζυμώνω το προζύμι προσθέτοντας αλεύρι και νερό 4. αρχίζω κάποιο έργο 5. ράβω, επιδιορθώνω, μπαλώνω 6. (για τη φωτιά) αναζωπυρώνω, αναδεύω, συνδαυλίζω 7.… …   Dictionary of Greek

  • βεβαιώνω — (AM βεβαιῶ, όω) 1. καθιστώ κάτι βέβαιο, πιστοποιώ 2. εξασφαλίζω κάτι υπεύθυνα σε κάποιον νεοελλ. ( ομαι) εξακριβώνω, διαπιστώνω την αλήθεια αρχ. 1. καθιστώ ισχυρή τη θέση μου στη συζήτηση, ενισχύομαι στα επιχειρήματά μου 2. εκδηλώνω τον… …   Dictionary of Greek

  • επιδίδω — (AM ἐπιδίδωμι, Μ και ἐπιδίδω) 1. ασχολούμαι, καταγίνομαι («επιδόθηκε σε νέες μεθόδους», «ἐπιδίδωμι ἐμαυτὸν εἰς τρυφήν») 2. εγχειρίζω, δίνω στο χέρι κάποιου (συνήθως εμπιστευτικό ή επίσημο έγγραφο) («δικαστικός κλητήρας να επιδώσει τις κλήσεις»,… …   Dictionary of Greek

  • καθέλκω — (AM καθέλκω) 1. σύρω κάτω ή προς τα κάτω 2. κάνω καθέλκυση πλοίου («καθελκύσαντας... τοῡ νεωρίου... τεσσαράκοντα ναῡς», Θουκ.) αρχ. 1. (για ζυγαριά) σύρω προς τα κάτω, κάνω να κατεβεί ένας από τους δύο δίσκους τής ζυγαριάς («ζήτει τι τῶν… …   Dictionary of Greek

  • προϋπερείδομαι — Α προηγουμένως υποστηρίζομαι, ενισχύομαι, δυναμώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ὑπερείδω «στηρίζω, υποστηρίζω»] …   Dictionary of Greek

  • συγκροτώ — συγκροτῶ, έω, ΝΜΑ [κροτῶ] 1. συνθέτω, συνιστώ ένα σύνολο με τη συνένωση πολλών πραγμάτων ή στοιχείων αρμονικά διατεταγμένων 2. φρ. «συγκροτώ μάχη» συνάπτω μάχη, μάχομαι νεοελλ. 1. (για πλήθος προσώπων) πράττω κάτι από κοινού 2. (η μτχ. παθ.… …   Dictionary of Greek

  • συνεπιρρώννυμι — Α 1. βοηθώ, υποστηρίζω 2. παθ. συνεπιρρώνυμαι (για γλώσσα) ενισχύομαι ταυτοχρόνως με κάτι άλλο («ἀτονεῑ καὶ κενοῡται τὸ ἔμπρακτον αὐτῶν μὴ τοῡς ὕψεσι συνεπιρρωννύμενον», Λογγίν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπιρρώννυμι «ενθαρρύνω, ενδυναμώνω»] …   Dictionary of Greek

  • συρριζούμαι — όομαι, και σπαν. ενεργ. συρριζῶ, όω, ΜΑ [συρριζος] (κυριολ. και μτφ.) ενισχύομαι με στερεές ρίζες («οὗτος ὁ φόβος συρριζωθεὶς μεγάλα ἐργάζεται ἀγαθά», Ιωάνν. Χρυσ.) αρχ. 1. έχω ενωμένες τις ρίζες με κάποιον 2. ενεργ. μτφ. α) εμφυτεύω β)… …   Dictionary of Greek

  • συρρώννυμαι — Α ενισχύομαι, ενδυναμώνομαι μαζί ή αμέσως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ῥώννυμαι «δυναμώνω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”